19 Απρ 2012

Σε τί χρησιμεύει η γλωσσολογία;

Antoine Meillet
του Θεόφιλου Τραμπούλη
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη στήλη “Πρόχειρο”, στο τεύχος #4 του UNFOLLOW

«Σε τι χρησιμεύει η γλωσσολογία; – Ευτυχώς σε τίποτε», έτσι λέει ο μύθος ότι είχε απαντήσει ο Αντουάν Μεγιέ, ένας από τους τελευταίους μεγάλους γλωσσολόγους του πνεύματος του 19ου αιώνα, σε μια φιλοπαίγμονα κυρία ή σε έναν καχύποπτο και αντίζηλό του ακαδημαϊκό, δεν γνωρίζω. Ο Μεγιέ ανήκε σε εκείνη τη γενιά των παλαιών ιστορικών γλωσσολόγων που είχαν ζήσει βυθισμένοι σε βιβλιοθήκες, μελετώντας νεκρές γλώσσες, προσπαθώντας να ξαναζωντανέψουν ένα φάντασμα, τόσο χρήσιμο για τις εθνικές ταυτότητες του 19ου αιώνα, την ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Όπως ξέρουμε πια αυτή η εμμονική προσήλωση σε μια καθαρή, προφυλαγμένη από πρακτικές εφαρμογές, επιστήμη ήταν απαραίτητη, προκειμένου να φανεί ότι και το ίδιο το ιδεολόγημα του έθνους ήταν εξίσου καθαρό και άχρονο, προφυλαγμένο από τις επιμειξίες και τις περιπέτειες της ιστορίας.
Έχει μεσολαβήσει από τότε πάνω από ένας αιώνας και μετά τον Σωσσύρ η γλωσσολογία και ο άμεσος απόγονός της, ο στρουκτουραλισμός, άρχισαν να αποκτούν κεντρική θέση στις ανθρωπιστικές σπουδές, στην ψυχανάλυση, στη φιλοσοφία, αλλά και στις ψηφιακές επιστήμες και αποδεσμεύτηκαν από την υποχρέωση να παρέχουν επιχειρήματα και πρώτη ύλη στους μεγάλους εθνικισμούς. Στη γλωσσολογία βασίστηκαν όχι μόνον τα εργαλεία ανάλυσης των κοινωνικών και ανθρωπολογικών φαινομένων, αλλά κυρίως η δυνατότητα να συλλάβουμε την ίδια τη δομή του κόσμου ως γλώσσα, και η «γλωσσολογική στροφή», όπως το έχει θέσει ο αμερικανός φιλόσοφος Ρίτσαρντ Ρόρτι, ήταν, αν όχι η κυρίαρχη, μία από τις δεσπόζουσες τάσεις του 20ού αιώνα.
Όχι όμως στην Ελλάδα, όπου το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας δεν αποχώρησε ποτέ από το προσκήνιο του δημόσιου λόγου. Η συζήτηση για τη γλώσσα αφορά ακόμη εδώ τη σχέση των ελληνικών με τα αρχαία ελληνικά, την πρωτοκαθεδρία της αρχαίας ελληνικής στην παιδεία, την υποτιθέμενη σταδιακή έκπτωση της ελληνομάθειας. Και μολονότι οι γλωσσολογικές σπουδές στην Ελλάδα ακολουθούν μια συντεταγμένη, συνεπή και επιστημονικά επαρκέστατη πορεία, δεν είναι παράλογο που ως ο κατεξοχήν γλωσσολόγος στη δημόσια σφαίρα, εκείνος που έχει αναλάβει στις συλλογικές αναπαραστάσεις για τη γλωσσολογία να ενσαρκώνει το πρότυπο του εμβριθούς επιστήμονα, είναι εκείνος που κατεξοχήν θέτει τα εργαλεία και τη μεθοδολογία της επιστήμης του στην υπηρεσία αυτού του δεσπόζοντος και πολιτικά φορτισμένου ιδεολογήματος, ο Γιώργος Μπαμπινιώτης.
Συχνά διαστρέφοντας γλωσσολογικούς όρους, συχνά προβάλλοντας ως πυρήνα της επιστήμης του την πιο επιφανειακή προσέγγιση της γλώσσας, συχνά κολακεύοντας τα αντανακλαστικά ανάδελφης αυταρέσκειας που περιβάλλουν τις αναπαραστάσεις για το έθνος και τη γλώσσα του, o κ. Μπαμπινιώτης έχει κατορθώσει όχι μόνον να αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς στη δημόσια πολιτική για την παιδεία, αλλά και ένα παραγωγικότατο εμπορικό σήμα, με πλήθος εκδόσεων που αντλούν την επιτυχία τους από το όνομά του και την καταξίωση που του έχει επιδαψιλεύσει η σχεδόν τηλεοπτικού εύρους αναγνωρισιμότητά του. Κι αν οι ορθογραφίες που προτείνει, στηριγμένες πολλές φορές σε μια ιδιοσυγκρασιακή αντιμετώπιση της ετυμολογίας, μπορούν να δώσουν εύκολα την πρώτη ύλη για κάθε είδους ανέκδοτα –τσηρώτο, αγώρι, ορθοπαιδικός, υποστηρίζει ο Μπαμπινιώτης, παραβλέποντας μεταξύ άλλων πως η ορθογραφία είναι ένα παγιωμένο κοινωνικό σύστημα–, η πολιτεία του, πολιτεία που ξεκινά ήδη από την περίοδο της δικτατορίας, διαψεύδει, πάνω από έναν αιώνα μετά, τη χαριτωμένη αλαζονεία του Αντουάν Μεγιέ. Όχι επειδή η γλωσσολογία χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς για τις ανθρωπιστικές μας επιστήμες. Αλλά επειδή με τα τούτα και με τα άλλα μπορεί να οδηγήσει με την κατάλληλη επιστημονική και πολιτική ευελιξία ως τον υπουργικό θώκο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: